Γλωσσάρι για την όπερα και εν γένει για το μουσικό θέατρο

ΙI. Είδη όπερας

Baroque-Opera – Όπερα μπαρόκ:

Το είδος της όπερας που αποκαλούμε μπαρόκ γεννιέται στις αρχές του 17ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1600 με την όπερα Euridice των Ottavio Rinuccini και Jacopo Peri, οι οποίοι εισάγουν τη μελωδική απαγγελία (recitativo) και τη θρηνητική μονωδία (lamento). Το είδος αυτό συνεχίζει να ακμάζει σε όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα μέχρι τα μισά του 18ου αιώνα. Την περίοδο αυτή εκτός από την όπερα αναπτύσσονται και άλλα μουσικά είδη όπως το ορατόριο και το κοντσέρτο. Εδραιώνεται η τονικότητα (μείζων και ελάσσων) και εισάγεται η χρήση μέτρων. Κατασκευάζονται τα πρώτα δημόσια κτίρια όπερας, τα οποία συντελούν στο να μετατραπεί η όπερα από είδος ψυχαγωγίας της αριστοκρατίας σε περισσότερο “λαϊκό” είδος ευρύτερης απήχησης. Όταν αναφερόμαστε στην μπαρόκ όπερα διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες: την opera seria (σοβαρή όπερα) και την opera buffa (κωμική όπερα), οι οποίες αναπτύχθηκαν στην Ιταλία. Στη Γαλλία άκμασε η Tragédie en musique ή tragédie lyrique – Γαλλική Λυρική Τραγωδία και η Opéra-ballet – Όπερα-μπαλέτο ενώ στην Αγγλία η Masque – μάσκα, η Semi-opera – Ημι-όπερα και η Ballad Opera – Όπερα μπαλάντας.

Favola in musica (ιτ. μύθος σε μουσική):

Γενικός όρος, ο οποίος αναφέρεται στις πρώιμες ιταλικές όπερες που βασίζονταν σε μυθολογικά θέματα. Συναντάται και ως «favellar in musica». Ο Ορφέας του Μοντεβέρντι είναι το πιο χαρατηριστικό παράδειγμα.

Οpera seria – Σοβαρή όπερα:

Γεννιέται στη Ρώμη των αρχών του 17ου αιώνα. Οι υποθέσεις της opera seria αντλούν το υλικό τους κυρίως από τη μυθολογία και την αρχαία ιστορία με ηθικοπλαστικό χαρακτήρα. Από τα μέσα του 17ου αιώνα εμφανίζονται και οι πρώτοι ποιητές λιμπρέτων, οι εξειδικευμένοι δηλ. δημιουργοί των οπερατικών κειμένων. Οι δυο πιο γνωστοί λιμπρετίστες του 18ου αιώνα είναι ο Apostolo Zeno (1668-1750) και κυρίως ο Pietro Trapassi (1698-1782), γνωστός και ως Metastasio. Είδος αυστηρά δομημένο, η opera seria άνοιγε με ένα ορχηστρικό μέρος, το οποίο σηματοδοτούσε την έναρξη του θεάματος. Η κυρίως όπερα αποτελούνταν από τα διαλογικά μέρη (recitativi), τα οποία προωθούσαν τη δράση, και τις μονωδίες (άριες) για την έκφραση των συναισθημάτων των χαρακτήρων (τα λεγόμενα affetti). Η χορωδία και τα άλλα φωνητικά σύνολα, όπως τα ντουέτα δεν εμφανίζονται συχνά. Τα recitativi συνοδεύονταν συνήθως από τσέμπαλο, δηλ. με λιτή ενορχήστρωση. Το είδος αυτό του ρετσιτατίβο ονομάζεται recitativo secco (ρετσιτατίβο ξερό, χωρίς δηλ. μελωδικό περίγραμμα πλην των φωνητικών ποικιλμάτων του τραγουδιστή). Οι άριες υπόκεινται και αυτές σε αυστηρούς κανόνες, βρίσκουν την πιο τελειοποιημένη τους εκδοχή στην άρια da capo, που αποτελείται από τρία μέρη με το τρίτο μέρος να επαναλαμβάνει το πρώτο μέρος διανθισμένο. Πολλοί Ιταλοί συνθέτες έγιναν διάσημοι με έργα opera seria, όπως ο Luigi Rossi (1598-1653), ο Stefano Landi (1587-1639), ο Domenico Mazzocchi (1592-1663), ο αδελφός του Virgilio Mazzocchi (1592-1655), Tommasso Albinoni (1671-1750) και ο Antonio Vivaldi. Ο τελευταίος μάλιστα συνέθεσε 47 όπερες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα έργα Tito Manlio (1719), La Verità in cimento (Η δοκιμασία της αρετής, 1720), Farnace (1727), Orlando furioso (Μαινόμενος Ορλάνδος, 1727), La Fida Ninfa (Η πιστή Νύμφη, 1732) και Catone in Utica (Ο Κάτων στην Ουτική, 1737). Η opera seria φτάνει στο απώγειό της με τα έργα του Georg Friedrich Händel, π.χ. Agrippina, Rinaldo, Ottone, Flavio, Giuglio Cesare, Alcina, Tamerlano, Rodelinda, Ariodante, Orlando, Deidamia, Giustino, Serse.

Dramma in musica – Δράμα σε μουσική: → Οpera seria – Σοβαρή όπερα
Dramma per musica – Δράμα για μουσική: → Οpera seria – Σοβαρή όπερα
Dramma tragico – Τραγικό δράμα: → Οpera seria – Σοβαρή όπερα

Opera buffa – κωμική όπερα:

Το είδος αυτό γεννιέται στη Βενετία το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, ενώ από το 1670 θριαμβεύει στη Νάπολη. Η opera buffa έχει τις ρίζες της στην αυτοσχέδια κωμωδία και εισάγει στη σκηνή λαϊκούς και σύγχρονους χαρακτήρες που συνήθως προέρχονται από την commedia dell’arte, όπως ο γεροξεκούτης, η ερωτευμένη νέα, η πονηρή υπηρέτρια ή ο αφελής υπηρέτης. Στην αρχή χρησίμευε ως intermezzo ανάμεσα σε δύο πράξεις ενός μεγάλου σοβαρού θεατρικού ή οπερατικού έργου, σταδιακά όμως απέκτησε την αυτονομία της χάρη στους συνθέτες Francesco Cavalli (1602-1676) και Pietro Antonio Cesti (1623-1669). Η όπερα του Giovanni Battista Pergolesi (1710-1733) La Serva padrona (Η Υπηρέτρια Κυρά, 1733) γίνεται δημοφιλής. Ο Nicola Porpora (1686-1768) και ο Leonardo Leo (1694-1744), εκπρόσωποι της ναπολιτάνικης σχολής, συνθέτουν αξιόλογες κωμικές όπερες κατά την μπαρόκ περίοδο. Σε αντίθεση με την opera seria, η opera buffa κάνει συχνά χρήση φωνητικών συνόλων (όπως ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα) καθώς και χορωδιών, ενώ τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν συνήθως ψιλές φωνές. Η opera buffa διατηρήθηκε σε όλον τον 18ο αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η δημοφιλέστερη ίσως opera buffa γενικά είναι ο Κουρέας της Σεβίλλης του Gioacchino Rossini (1816).

Dramma buffo – κωμικό δράμα: → Opera buffa – κωμική όπερα.
Dramma eroico-comico – Ηρωικό-κωμικό δράμα: → Opera buffa – κωμική όπερα.
Comedia per musica – Κωμωδία για μουσική: → Opera buffa – κωμική όπερα.

Farsa per musica – Φάρσα για μουσική:

Opera buffa – κωμική όπερα, συνδεδεμένη με τη Βενετία στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα. Μερικές φορές συναντάμε και τον όρο farsetta. Συνήθως είναι μονόπρακτη όπερα και παιζόταν μαζί με μικρά μπαλέτα κατά την περίοδο του καρναβαλιού. Ο Ροσσίνι έγραψε μερικές τέτοιες φάρσες όπως La cambiale di matrimonio (1810), L’inganno felice (1812), La scala di seta (1812), Il Signor Bruschino (1813), και Adina (1818).

Dramma pastorale giocoso – Ποιμενικό χιουμοριστικό δράμα: Ανάλαφρο μουσικό έργο με ποιμενικό συνήθως περιεχόμενο.

Οpera semiseria – ημι-σοβαρή όπερα ή drama giocoso – παιγνιώδες, χιουμοριστικό δράμα:

Με το πέρασμα του χρόνου η opera buffa άσκησε βαθιά επιρροή στην opera seria, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου είδους, την opera semiseria (ημι-σοβαρή όπερα) ή dramma giocoso (παιγνιώδες δράμα), συνδυασμός δηλ. του σοβαρού με το κωμικό λυρικό στοιχείο. Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιας όπερας κατά την κλασική περίοδο είναι ο Don Giovanni του Wolfgang Amadeus Mozart (1787).

Dramma giocoso – παιγνιώδες, χιουμοριστικό δράμα: → Opera buffa – κωμική όπερα, → Οpera semiseria – ημι-σοβαρή όπερα ή drama giocoso – παιγνιώδες, χιουμοριστικό δράμα.
Tragédie en musique ή tragédie lyrique – Γαλλική Λυρική Τραγωδία:
είδος της γαλλικής όπερας , το οποίο εισήχθη και αναπτύχθηκε από τον Jean-Baptiste Lully και συνεχίστηκε από τους διαδόχους του κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με στοιχεία από την γαλλική τραγωδία. Αποτελεί το σημαντικότερο είδος της γαλλικής όπερας κατά τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων. Οι όπερες αυτού του είδους βασίζονται σε ιστορίες από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία ή από τα ρομαντικά έπη των Ιταλών ποιητών Tasso και Ariosto. Αποτελούνται από έναν πρόλογο, ο οποίος από την εποχή του Λουδοβίκου του 14ου αναφέρεται σε πρόσωπα και καταστάσεις της βασιλικής αυλής, δοξάζοντας τις περισσότερες φορές την ευγενή καταγωγή και δύναμη του βασιλιά, και από πέντε πράξεις, όπως ακριβώς και οι γαλλικές τραγωδίες παραπέμποντας στα 4 επεισόδια και την έξοδο της Αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας και τις πέντε πράξεις των δραμάτων του Σενέκα. Κάθε μία από τις πέντε πράξεις ακολουθεί ένα βασικό σχήμα: ανοίγει με μία άρια, στην οποία ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές εκφράζει τα συναισθήματά του, ακολουθεί στη συνέχεια διάλογος σε απαγγελόμενη μορφή (recitativo), ο οποίος εμπλουτίζεται με μικρές άριες (petits airs). Με τον διάλογο και τις μικρές άριες προωθείται η εξέλιξη της υπόθεσης. Κάθε πράξη ολοκληρώνεται συνήθως με ένα divertissement, προσφέροντας έτσι την ευκαιρία στη χορωδία και το ανζάμπλ του μπαλέτου (παντομίμα, χορός) να επιδείξουν τις ικανότητες και τις δεξιότητές τους. Μερικές φορές οι συνθέτες άλλαζαν τη σειρά αυτή κυρίως για δραματικούς λόγους. Ἀλλοι συνθέτες που διέπρεψαν σε αυτό το είδος είναι οι Jean-Philippe Rameau., Marc-Antoine Charpentiere, Jean-Marie Leclair, André Campra, Marin Marais, και Michel Pignolet de Montéclair.

Opéra-ballet – Όπερα-μπαλέτο:

δημοφιλές είδος του γαλλικού μπαρόκ λυρικού θεάτρου, το οποίο συνδύαζε όπερα και μπαλέτο. Διέφερε από την περισσότερο εξευγενισμένη Tragédie en musique ή tragédie lyrique – γαλλική λυρική τραγωδία από πολλές απόψεις. Περιείχε περισσότερο χορευτική μουσική από την γαλλική λυρική τραγωδία και οι υποθέσεις δεν ήταν κατ’ ανάγκη βασισμένες σε θέματα της κλασικής μυθολογίας, ενώ υπήρχε χώρος και για κωμικά στοιχεία, τα οποία ο Jean-Baptiste Lully, ο πατέρας της γαλλικής λυρικής τραγωδίας, είχε αποκλείσει από τις όπερές του μετά τη σύνθεση του Θησέα του (1675). Η όπερα-μπαλέτο περιείχε έναν πρόλογο ακολουθούμενο από έναν αριθμό πράξεων (τα λεγόμενα ως entrées) με χαλαρή σύνδεση γύρω από ένα θέμα. Κατά αυτόν τον τρόπο οι πράξεις μίας όπερας μπαλέτου μπορούσαν να παιχτούν μεμονωμένα και ανεξάρτητα. Σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε για actes de ballet. Τα πρώτα έργα αυτού του είδους είναι η Ερωτευμένη Ευρώπη (L’Europe galante) του André Campra (1697) και Les Saisons των Pascal Collasse και Louis Lully. Άλλα γνωστά έργα είναι Les Indes galantes και Les fêtes d’Hébé του Jean-Philippe Rameau.

Comédie-ballet – Κωμωδία μπαλέτο:

Θεατρικό έργο με χορευτικά ιντερλούδια και τραγούδια, το οποίο αναπτύχθηκε κυρίως στη Γαλλία του 17ου αιώνα. Δημιουργήθηκε το 1661 έπειτα από παρότρυνση του Λουδοβίκου του 14ου. Το πρώτο δείγμα κωμωδίας-μπαλέτου ήταν το έργο Les fâcheux σε κείμενο του Μολιέρου και μουσική και χορογραφία του Pierre Beauchamp με τη συμβολή του Jean-Baptiste Lully προς τιμήν του Λουδοβίκου του 14ου. Η συνεργασία των Μολιέρου, Beauchamp και Lully συνεχίστηκε στα επόμενα χρόνια με τη δημιουργία έργων κωμωδίας-μπαλέτου με αποκορύφωμα το έργο Le Bourgeois gentilhomme (1671) και την τραγικωμωδία μπαλέτο Psyché (1671). Τον 18ο αιώνα δεν έχουμε σχεδόν καθόλου συνθέσεις κωμωδιών-μπαλέτο, η μουσική τους όμως ασκεί μεγάλη επίδραση στη μουσική του Γαλλικού θεάτρου.

Masque – Μάσκα:

Σκηνικό ψυχαγωγικό θέαμα, δημοφιλές στην αγγλική αυλή του 16ου και 17ου αιώνα. Συμμετείχαν και αυλικοί με καλυμμένα τα πρόσωπα με μάσκες. Συνδύαζε ποίηση, μουσική, χορό, υποκριτική, πλούσια σκηνογραφία και κοστούμια. Ο Henry Purcell χρησιμοποιούσε μάσκες ανάμεσα στις πράξεις των έργων του. Η μάσκα συνέβαλε στην εξέλιξη της ημι-όπερας → Semi-opera, dramatic opera, English opera – Ημι-όπερα, δραματική όπερα, Αγγλική όπερα. Οι William Boyce και Thomas Arne συνέχισαν να χρησιμοποιούν τη μάσκα και το είδος συνδέθηκε κατά τον 18ο αιώνα με πατριωτικά θέματα. Κατά την αναγέννηση της αγγλικής μουσικής σύνθεσης οι Άγγλοι συνθέτες επέστρεψαν στη μάσκα στην προσπάθειά τους να χτίσουν ένα εθνικό μουσικό στιλ για την Αγγλία στρεφόμενοι προς την μουσική παράδοση της χώρας τους. Παραδείγματα τέτοια έχουμε από τους Arthur Sullivan και Edward Elgar. Χαρακτηριστικό έργο του τελευταίου είναι το Crown of India (1912). Στον 20ο αιώνα έχουμε τον Ralph Vaughan Williams, ο οποίος συνέθεσε πολλές μάσκες, μεταξύ των οποίων το αριστούργημά του εντασσόμενο σε αυτό το είδος Job, a masque for dancing (1930).

Semi-opera, dramatic opera, English opera – Ημι-όπερα, δραματική όπερα, Αγγλική όπερα:

Εξέλιξη της μάσκας → Masque – Μάσκα. Είδος όπερας που αναπτύχθηκε στην Αγγλία τον 17ο αιώνα. Η ημι-όπερα αποτελείται από τραγούδι, πεζούς διαλόγους και χορευτικούς ρόλους. Η μουσική εμφανιζόταν συνήθως μετά από ερωτικές ή υπερφυσικές σκηνές. Τα πρώτα δείγματα ήταν έργα βασισμένα σε θεατρικά έργα του Shakespeare από τον Thomas Betterton με μουσική του Matthew Locke. Αυτός που ανάδειξε αυτό το είδος είναι ο Henry Purcell κυρίως με τα έργα του King Arthur (1691) και The Fairy-Queen (1692).

Ballad Opera – Όπερα μπαλάντας:

Αγγλικό είδος όπερας που άκμασε κυρίως μεταξύ του 1728 και 1750. Διακρίνεται για τον σκωπτικό και κωμικό χαρακτήρα της παρωδώντας τη δημοφιλή ιταλική όπερα που κυριαρχούσε στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Μολονότι αυτό το είδος όπερας χρησιμοποιεί τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά και τις συμβάσεις της όπερας διέφερε από την τότε γνωστή όπερα λόγω της χαλαρής χρήσης της πρόζας διανθισμένης με δημοφιλή τραγούδια γνωστά στον απλό λαό του Λονδίνου. Τα τραγούδια αυτά ήταν συνήθως δημώδη τραγούδια από την Αγγλία τη Σκωτία και την Ιρλανδία, των οποίων το κείμενο άλλαζε σύμφωνα με τις δραματουργικές απαιτήσεις του έργου. Κάτι ανάλογο συναντάμε στην προηγούμενη comédie en vaudeville και στο ακόλουθο Singspiel (ζίνγκσπιλ), όπου η μουσική διακρίνεται για το δημώδες και δημοφιλές ύφος, είτε αυτή προϋπήρχε είτε συντέθηκε εκ νέου σε συνάρτηση με τα διαλογικά μέρη. Επίδραση άσκησαν προφανώς τα μουσικά θεατρικά έργα του Thomas D’ Urfey (1653-1723), ο οποίος φημιζόταν για τη δημιουργία νέου κειμένου σε ήδη προϋπάρχοντα γνωστά τραγούδια. Σε αντίθεση με τα δραματικά και μεγαλοπρεπή θέματα της σοβαρής όπερας, η όπερα μπαλάντας έδινε στους απλούς κατοίκους της πόλης δημοφιλή μουσική και συνήθη θέματα προβληματισμού και συζήτησης, με τα οποία ο απλός λαός ταυτιζόταν. Οι κύριοι χαρακτήρες της όπερας μπαλάντας ήταν απλοί άνθρωποι, συνήθως κοινοί απατεώνες και εγκληματίες σε αντίθεση με τους αριστοκρατικούς ήρωες της ιταλικής όπερας. Η διασημότερη μπαλάντα όπερας είναι η Όπερα του ζητιάνου των John Gay και Johann Christoph Pepusch (1728). Άλλοι γνωστοί συνθέτες αυτού του είδους ήταν ο Henry Fiedling, o Colley Cibber κ.α. Ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα το είδος αυτό άρχιζε να παρακμάζει. Τον 19ο αιώνα παίρνει η όπερα μπαλάντας ποιμενική μορφή χωρίς να λείπει ο σατιρικός τόνος. Χαρακτηριστικά έργα είναι αυτό των Gilbert and Sullivan, The Sorcerer (1877) και το Κορίτσι από την Βοημία του Balfe (1843). Τον 20ο αιώνα αναβιώνει Η όπερα του ζητιάνου με την Όπερα της πεντάρας των Kurt Weill και Bertolt Brecht (1928).

Opera Pasticcio – Όπερα παστίτσιο:

Πρόκειται για μία όπερα, η οποία αποτελείται από διάφορα κομμάτια διαφόρων συνθετών ή άλλων πηγών προσαρμοσμένα σε ένα νέο ή προϋπάρχον λιμπρέτο. Η πρακτική αυτή συναντάται στα τέλη του 17ου αιώνα, αλλά ο όρος εμφανίστηκε γύρω στα 1730 για να περιγράψει μία opera seria ή buffa, η οποία βασιζόταν σε λιμπρέτι των Metastasio ή Goldoni. Οι άριες επιλέγονταν συνήθως από τους τραγουδιστές της συγκεκριμένης παραγωγής, τα ρετσιτατίβα επιλέγονταν ή γράφονταν από τον συνθέτη του θεάτρου, τον μαέστρο ή και τον καλλιτεχνικό διευθυντή. Την παραγωγή τέτοιων έργων την υπαγόρευε συνήθως η ανάγκη για αδιάλειπτη παρουσίαση οπερατικών έργων. Όπερα παστίτσιο θεωρείται και αυτή που έχει συντεθεί από διαφορετικούς συνθέτες, συνήθως κάθε συνθέτης αναλαμβάνει μία πράξη. Παράδειγμα: Muzio Scevola (1721, Λονδίνο: Πράξη 1η από τον Filippo Amadei, Πράξη 2η από τον Giovanni Bononcini, Πράξη 3η από τον Handel). Επίσης και ο ίδιος ο συνθέτης μπορούσε να παρουσιάσει μία νέα όπερα με άριες από προηγούμενες όπερές του. Π.χ. Oreste του Händel (1734, Λονδίνο), όπου μόνο τα ρετσιτατίβα και η μουσική για μπαλέτο αποτελούν πρωτότυπες συνθέσεις. Επίσης και ο Rinaldo του Händel, η πρώτη όπερά του στο Λονδίνο (1711), εμφανίζει χαρακτηριστικά παστίτσιο: πολλές άριες είναι παρμένες με ελάχιστες αλλαγές από προηγούμενες όπερες, μερικές τις δανείστηκε από άλλους συνθέτες. Το μόνο καινούργιο ουσιαστικά σε αυτή τη φημισμένη όπερα του Händel είναι τα ρετσιτατίβα. Πρόσφατο δείγμα όπερας παστίτσιο είναι η όπερα The Enchanted Island, η οποία παρουσιάστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2011 στην Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης. Η μουσική της είναι παρμένη από διάφορους συνθέτες, ανάμεσα στους οποίους είναι ο Händel, o Vivaldi και o Rameau. Η διασκευή και η σύνδεση των κομματιών έγινε από τον Jeremy Sams σε λιμπρέτο που βασιζόταν στα έργα του Shakespeare Η Τρικυμία και Όνειρο θερινής νυκτός.

Opéra comique – Όπερα κομίκ:

Λυρικό είδος που αναπτύχθηκε το πρώτο μισό του 18ου αιώνα στη Γαλλία και αποτέλεσε το πρότυπο στο οποίο στηρίχτηκε το γερμανικό Singspiel → Singspiel (γερμ.) – Μουσικό θεατρικό παιγνίδι. Έφτασε στην ακμή της μεταξύ 1770 και 1780. H όπερα κομίκ αποτελείται από πεζούς διαλόγους και αυτοτελή φωνητικά μέρη, των οποίων το ύφος είναι ευχάριστο και μερικές φορές συγκινητικό, σπανίως τραγικό. Σημαντικός συνθέτης τέτοιων έργων είναι ο André-Ernest-Modeste Grétry. Το τελευταίο σημαντικό αντιπροσωπευτικό δείγμα όπερας κομίκ είναι η Carmen του Bizet, της οποίας όμως είναι έντονο το τραγικό στοιχείο.

Singspiel (γερμ.) – Μουσικό θεατρικό παιγνίδι:

Είναι ένα είδος μουσικού δράματος σε γερμανική γλώσσα. Χαρακτηρίζεται από διαλόγους σε πρόζα, οι οποίοι εναλλάσσονται με μουσικά φωνητικά σύνολα, τραγούδια, μπαλάντες και άριες, οι οποίες είναι συνήθως στροφικές ή δημώδους ύφους. Οι υποθέσεις είναι συνήθως κωμικές ή ερωτικές και εμπεριέχουν μαγικά και εξωτικά στοιχεία, φανταστικά όντα και κωμικούς χαρακτήρες μέχρι υπερβολής που αντιπροσωπεύουν το καλό ή το κακό. Κατά τον 18ο αιώνα μερικά Singspiele αποτελούσαν μεταφράσεις από τις αγγλικές όπερες μπαλάντας. Οι Johann Adam Hiller και C. F. Weiße παρουσίασαν το 1766 το δράμα Der Teufel ist los oder Die verwandelten Weiber, το οποίο βασιζόταν στην αγγλική όπερα-μπαλάντα The Devil to Pay. Θεωρούνται οι πατέρες του γερμανικού Singspiel. Τα Singspiele θεωρούνταν κατώτερα είδη μουσικών δραμάτων για την ψυχαγωγία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε αντίθεση με τα αριστοκρατικά είδη όπερας, το μπαλέτο και το σοβαρό θέατρο πρόζας. Συνήθως παρουσιάζονταν από περιπλανώμενους θιάσους. Ο Μότσαρτ έγραψε αρκετά Singspiele: Zaide (1780), Die Entführung aus dem Serail (Η αρπαγή από το σεράι, 1782), Der Schauspieldirektor (Ο ιμπρεσσάριος, 1786) και Die Zauberflöte (Ο μαγικός αυλός, 1791). Το Singspiel καθόρισε την εξέλιξη της γερμανικής ρομαντικής όπερας. Το 1927 ο Kurt Weill δημιουργεί έναν καινούργιο μουσικό όρο “Songspiel” για να κατατάξει ειδολογικά την όπερά του Aufstieg und Fall der Stadt Mahagonny (Ακμή και πτώση της πόλης Mahagonny).

Grand opéra – Μεγάλη όπερα:

Αποτελεί είδος της όπερας του 19ου αιώνα και κυριάρχησε στο Παρίσι την περίοδο 1830-1850. Είναι μεγαλοπρεπής και θεαματική όπερα. Αποτελείται γενικά από 4 ή 5 πράξεις και διακρίνεται για τα ακριβά σκηνικά της και τους σκηνικούς μηχανισμούς, τη μεγάλη ορχήστρα και χορωδία, τους αρκετούς πρωταγωνιστές και φυσικά το μπαλέτο. Τα θέματά της ήταν κυρίως ιστορικά. Κυριότεροι εκπρόσωποί της ήταν ο Daniel François Auber και ο Giacomo Meyerbeer και ο πιο πετυχημένος λιμπρετίστας τους ο Eugéne Scribe. Αρκετές όπερες των Gaspare Spontini – πβ. La vestale (1807), Luigi Cherubini – πβ. Les Abencérages (1813) και Gioachino Rossini – πβ. Le siège de Corinthe (1827) μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι της Grand opéra. Άμεσος πρόδρομος του είδους αυτού είναι η όπερα του Meyerbeer Il crociato in Egitto (1825). Η πρώτη όπερα που ανήκει πραγματικά στο είδος της Grand opéra είναι η La muette de Portici (1828) του Daniel François Auber. Από τις όπερες του Meyerbeer αναφέρουμε τις Robert le diable (1830), Les Huguenots (1836) και Le prophète (1849). Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της Grand opéra είναι η παρουσία ενός θεματικού μπαλέτου, το οποίο εμφανιζόταν κυρίως στην αρχή της δεύτερης πράξης. Η παρουσία του ήταν υποχρεωτική όχι για αισθητικούς λόγους αλλά για να ικανοποιήσει τους πλούσιους αριστοκράτες χορηγούς της όπερας, πολλοί από τους οποίους ενδιαφέρονταν όχι για την όπερα αλλά για το μπαλέτο, το οποίο λάμβανε χώρα στο πρώτο μισό του έργου για να μην διακοπεί το βραδινό τους γεύμα. Οι συνθέτες, οι οποίοι δεν συμβιβάζονταν με αυτήν την πρακτική είχαν ως συνέπεια την απομάκρυνση του έργου από το πρόγραμμα της όπερας μετά από τις πρώτες παραστάσεις όπως στην περίπτωση του Richard Wagner με την όπερά του Tannhäuser, την οποία θέλησε να παρουσιάσει στο Παρίσι το 1861. Οι λόγοι που οδήγησαν στην παρακμή της Grand opera τις επόμενες δεκαετίες ήταν η παραγωγή λιγοστών έργων αυτού του είδους, η κυριαρχία του βερισμού στο μουσικό θέατρο και η επίδραση των έργων του Richard Wagner.

Number opera – Nummernoper – Όπερα με νούμερα (αυτοτελή μέρη):

Είδος όπερας που αποτελείται από διακριτά μέρη: ρετσιτατίβα, άριες, ντουέτα, φωνητικά ανσάμπλ, χορωδία και ορχηστρικά κομμάτια. Η όπερα με νούμερα κυριαρχούσε από τα τέλη του 17ου αιώνα έως τον 19ο αιώνα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από όπερες με νούμερα είναι τα έργα του Mozart, μολονότι στα φινάλε πολλών οπερατικών έργων του διακρίνουμε τις απαρχές της ενιαίας σύνθεσης (γερμ. durchkomponierte Oper). Όπερες με νούμερα συναντάμε στα περισσότερα είδη οπερατικών έργων: opera seria, opera buffa, opéra comique, ballad opera, Singspiel και grand opéra. O Giusepe Verdi και ο Richard Wagner εγκατέλειψαν την τεχνική αυτή και αφοσιώθηκαν στην ενιαία σύνθεση με ομαλές μεταβάσεις από τη μία σκηνή στην άλλη. Το ίδιο έκαναν και οι μεταγενέστεροι συνθέτες, όπως ο Puccini και οι οπαδοί του βερισμού στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Όμως πολλοί συνθέτες όπερας του 20ου αιώνα αναβίωσαν σκόπιμα αυτή την τεχνική: π.χ. Busoni, Arlecchino (1917), Berg, Wozzeck (1925), Hindemith, Cardillac (1926, αναθ. 1952) και Stravinsky, The Rake’s Progress (1951). Στην οπερέτα η τεχνική της όπερας με νούμερα αποτελεί κανόνα.

Musikdrama – Music drama – Μουσικό δράμα:

Όρος που χρησιμοποιείται για τις όπερες του Wagner και των Γερμανών και Ιταλών διαδόχων του, όπου λιμπρέτο, σκηνογραφία, σκηνοθεσία και χορογραφία έχουν εφάμιλλο ρόλο με τη μουσική (Gesamtkunstwerk: συνολικό έργο τέχνης).

Zeitoper – Όπερα επικαιρότητας:

Βραχύβιο είδος όπερας της δεκαετίας του 1920 και των αρχών του 1930, στο οποίο η πλοκή τοποθετείται σε σύγχρονο σκηνικό περιλαμβάνοντας σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα (Ernst Krenek, Jonny spielt auf, Hindemith, Weill, Der Lindberghflug: αεροπλάνα, A. Schönberg, Von Heute auf Morgen: τηλέφωνα και ασανσέρ) και συχνούς υπαινιγμούς στη δημοφιλή μουσική της εποχής, ιδίως στη τζαζ. Η όπερα του Ernst Krenek Jonny spielt auf (1927) θεωρείται ενδεικτικό παράδειγμα τέτοιου είδους όπερας. Άλλοι συνθέτες είναι ο Paul Hindemith (Hin und zurück, 1927, Neues vom Tage, 1929), ο Wilhelm Grosz (Achtung! Aufname! ) και ο Weill με τα έργα του: Der Zar lässt sich photographieren 1928 και Die Bürgschaft (1932).

Chamber opera – Kammeroper (γερμ.) – Όπερα δωματίου:

Η όπερα δωματίου είναι μία όπερα με λιγοστούς συντελεστές. Ο αριθμός των τραγουδιστών συνήθως δεν υπερβαίνει τους πέντε. Η ορχήστρα είναι ουσιαστικά ορχήστρα δωματίου με λίγα δηλ. όργανα. Ακόμα και η σκηνή είναι μικρότερη, δίνοντας έτσι την αίσθηση μίας οικείας ατμόσφαιρας. Ο όρος όπερα δωματίου εισήχθη κατά τη δεκαετία του 1940 από τον Benjamin Britten. H όπερά του The Rape of Lucrecia (1946) είναι η πρώτη όπερα αυτού του είδους. Άλλες τέτοιες όπερές του: Curlew River (1964), The Burning Fiery Furnace (1966) και The Prodigal Son (1968). Άλλοι συνθέτες: Henze, Der langwierige Weg in die Wohnung der Natascha Ungeheuer (1971) και Berio, Recital I (for Cathy)(1972). Επίσης, ο όρος όπερα δωματίου χρησιμοποιείται και για μικρότερα οπερατικά είδη της εποχής του μπαρόκ με μικρή ορχήστρα (πβ. Pergolesi, La serva padrona, 1733).